- συνέλκω
- ΝΜΑέλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνωςαρχ.1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).
Dictionary of Greek. 2013.